ἀξιόχρεα

ἀξιόχρεα
ἀξιόχρεως
Foed. Delph.Pell.
neut nom/voc/acc pl (ionic)
ἀξιόχρεως
Foed. Delph.Pell.
nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”